- ενθρόμβωσις
- ἐνθρόμβωσις, η (Α) [ενθρομβούμαι]η θρόμβωση τού αίματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνθρόμβωσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθρομβώσεως — ἐνθρομβώσεω̆ς , ἐνθρόμβωσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)